- καλυκοποιείο(ν)
- το завод, изготовляющий гильзы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλυκοποιείο — το 1. εργοστάσιο στο οποίο κατασκευάζονται κάλυκες πυροβόλων όπλων 2. πυριτιδοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ποιείο (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. επιπλο ποιείο, φανο ποιείο] … Dictionary of Greek
καλυκοποιείο — το εργοστάσιο μέσα στο οποίο κατασκευάζονται κάλυκες πυροβόλων όπλων: Υπάρχουν αρκετά καλυκοποιεία στην Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυριτιδοποιείο — το, Ν 1. εργοστάσιο κατασκευής πυρίτιδας και άλλων πολεμικών και εκρηκτικών υλών, κν. μπαρουτάδικο 2. φρ. «Ελληνικό Πυριτιδοποιείο και Καλυκοποιείο» και συντμ. «ΠΥΡΚΑΛ» ελληνική εταιρεία παραγωγής πυρομαχικών για τις ανάγκες τού ελληνικού στρατού … Dictionary of Greek